*Η μετάφραση του ποιήματος είναι του ιστολόγου. Αυτή η ανάρτηση έγινε αρχικά τον Ιούλιο του 2011 χωρίς πολλά σχόλια με έμφαση στο ποίημα και το καθρέφτισμα του Ουίτμαν με έναν άλλο “δικό μας” εθνικό ποιητή τον Διονύσιο. Κάπου στο 2014 θέλησα να την ξαναγράψω και τελικά δεν τα κατάφερα με αποτέλεσμα να την αποσύρω. Σήμερα πρώτη μέρα του 2019, ξύπνησα κάπου γύρω στις 6:00 το πρωί με το πρώτο φως και θέλησα να την ξαναπιάσω. Η πρώτη εκδοχή, λιγότερο επεξηγηματική, ίσως ήταν καλύτερη… 

Supermarket in California

Σε σκέφτομαι απόψε Walt Whitman!

Σε σκέφτομαι γιατί περπατώ στα δρομάκια κάτω από τα δέντρα, με πονοκέφαλο, με μάτια ορθάνοιχτα, κοιτώντας την πανσέληνο.

Χωμένος στην πεινασμένη κούραση μου, μπήκα στο φωτισμένο με νέον σουπερμάρκετ φρούτων για να ψωνίσω εικόνες,

αναπολώντας τους μακροσκελείς καταλόγους των ποιημάτων σου!

Ροδάκινα! Και μισοσκόταδα! Ολόκληρες οικογένειες να ψωνίζουν μές στην νύχτα!

Ουρές γεμάτες συζύγους! Οι Γυναίκες στα αβοκάντο! Τα μωρά στις ντομάτες!

[και συ Γκαρθία Λόρκα τι γυρεύεις εκεί κάτω στα καρπούζια; ]

Σε είδα Walt Whitman, χωρίς παιδιά, μόνο, γεροκλέφτη να σκουντάς ανάμεσα στα κατεψυγμένα κρέατα, να κρυφοκοιτάς τα αγόρια του μανάβικου.

Σε άκουσα να τα ρωτάς ένα-ένα:

Ποιός σκότωσε τα χοιρινά παϊδάκια;

Μπανάνες… Πόσο;

Είσαι ο άγγελος μου;

Περιπλανιόμουν μέσα-έξω στις γυαλιστερές στοίβες από κονσέρβες ακολουθώντας σε, ακολουθούμενος μέσα στο μυαλό μου, από τον σεκιουριτά του καταστήματος.

Δρασκελίσαμε παρέα, κατηφορίζοντας τους διάπλατους διαδρόμους, με τα κεφάλια μας αγκινάρες μοναχικές, σε γεύσεις ευφάνταστες, αποκτώντας κάθε κατεψυγμένη νοστιμιά χωρίς να περάσουμε ποτέ από το ταμείο.

Που πηγαίνουμε Walt Whitman;
Οι πόρτες κλείνουν σε μια ώρα.

Ποιο δρόμο δείχνει απόψε η γενειάδα σου;
(Χαϊδεύω το βιβλίο σου, ονειρεύομαι την οδύσσεια μας στο σουπερμάρκετ κι αισθάνομαι παράλογος)

Θα περπατήσουμε έτσι όλη νύχτα;

Σε δρόμους μοναχικούς;

Τα δέντρα προσθέτουν στις σκιές σκιές, τα φώτα  στα σπίτια σβήνουν, θα μείνουμε μονάχοι!

Θα συνεχίσουμε να παραπλανιόμαστε αναζητώντας την χαμένη Αμερική της Αγάπης;

Προσπερνώντας μπλε αμάξια στις λεωφόρους, μέχρι να φτάσουμε σπίτι, στη σιωπηλή μας καλύβα;

Αχ, αγαπημένε πατέρα, γκριζότριχε, μοναχικέ γερο-δάσκαλε του κουράγιου, ποιάν Αμερική είχες στον νου όταν ο Χάροντας άφησε το κουπί

και κατέβηκες στην καπνισμένη ακτή

και έμεινες να βλέπεις την βάρκα

να απομακρύνεται

να χάνεται στα μαύρα νερά της Λήθης;

Allen Ginsberg 1956

Read the rest of this entry »


.

Τα σύννεφα θολώνουν τον ήλιο όπως πέφτει στις ταράτσες
ακούγονται φωνές και πουλιά, ενίοτε σκυλιά
και ένας βόμβος ασταμάτητος ακλόνητος βαθύς συντριπτικός αδιόρατος
αυτός ο βόμβος είναι η πιο σπουδαία μεταφορά που μου δίνει αυτή η στιγμή
για την ζωή
και για τον θάνατο

Cleopatra. Ένα έργο του χορογράφου WAGNER SHWARTZ. από την Βραζιλία. Ένα πρόσωπο ερμηνεύει ένα τραγούδι. Πολύ γνωστό. Στην πιο γνωστή του ερμηνεία. Το ερμηνεύει με τα μάτια. Ενώ κουνά τα χείλη εν-νοεί τι “λέει”. Μας κρατά μαζί του. Με τα μάτια. Και συκώνεται όρθιο πάλι το “έργο”, το τραγούδι. Την πρώτη φορά που είδα ποτέ το πρόσωπο σου (The first time ever I saw your face). Ένα κάτι, που κάτι το διαπερνά και μιλά. Για την πρώτη φορά. Για το βλέμμα, για την γη και τον ουρανό. Για τους ανθρώπους που έζησαν και κανείς δεν τους θυμάται. Για την υπέρτατη δυναμη που αισθάνεται ο ελάχιστος άνθρωπος όταν τον φωτίζει ο έρωτας. Κι αυτό το πρόσωπο έχει στραβά δόντια κι έτσι γίνεται δικό μας και δεχόμαστε να μας μιλά για την ευτυχία των ανθρώπων που συναντήθηκαν. Ακόμα κι αν οι άνθρωποι δεν συναντιόνται ποτέ, εκτός αν συναντιόνται συνέχεια. Κι έτσι χάνονται μόλις βρεθούν για να μπορούν αδιάλειπτα να συναντιούνται οι άνθρωποι. Και να βλέπουν τότε πως ο άλλος είναι μακριά. Πόσο μακρινός είναι ο άλλος! Τα μάτια μας το λένε γεμάτα δίψα. Ας μιλήσουμε για τον έρωτα. Ότι πιο κουρασμένο. Το θέμα το πιο άδικοξοδεμένο. Ένα ακόμα τραγούδι ερωτικό. Αισθηματικό αλλά μ’επίγνωση του φωτός που δίνει το σκοτάδι. Είδα το πρόσωπο σου. Είδα. Πρόσωπο. Πρώτη φορά. Ακατανόητα πράγματα.

Τι είναι ένα πρόσωπο; τι το καθιστά σημαντικό; Γιατί διαρκώς επανερχόμαστε και δεν το χορταίνουμε; ίσως το γεγονός ότι δεν είναι κάτι, αλλά κάτι που διαρκώς αλλάζει. αυτό το πρόσωπο, σε αυτό το βίντεο, δεν υπάρχει πια, ενώ ο άνθρωπος αυτός κατά πάσα πιθανότητα ακόμα κάπου κάθεται και μιλά με φίλους του ή διαβάζει η κοιτά την οθόνη του κινητού του τηλεφωνου. ένα πρόσωπο είναι κάτι πέρα από αυτό που εκπροσωπεί και κάπου ένα αγόρι με γαλάζια μάτια ανακοινώνει πως θέλει να παντρευτεί ένα κορίτσι, που τελικά είναι η ανύπαρκτη επίπεδη χρωματιστή ηρωίδα ενός κινούμενου σχεδίου, κι ένα κορίτσι κάποτε αγάπησε τον “ΚΙΤ“, το θρυλικό αυτοκίνητο, του “Ιππότη της Ασφάλτου”. τι ερωτευόμαστε; τι αποκαλύπτει ένα πρόσωπο; μια παρουσία; έναν άνθρωπο; και τι είναι ένας άνθρωπος; κάτι που φεύγει και είναι εδώ, κάτι που μένει, κάτι περαστικό και θολό, κάτι που θα χαθεί. κάτι που είναι κι όταν δεν κάνει τίποτα, κάτι ανεξάντλητο και εντοπισμένο, κατι που ξεχειλίζει μέσα σου, κάτι που αναγνωρίζεις, κάτι που δεν είναι ποτέ τετελεσμένο, κάτι κρυφό που πιστεύεις πως είναι εκεί, μέσα και πίσω από το πρόσωπο, και το έχεις αρπάξει και σ’ έχει αρπάξει με την ομορφιά και την ορμή και την ησυχία και το εύρος του, στο νου. κάτι που πιστεύουμε. κι έτσι το ονομάζουμε πραγματικό. και ξανά η λάμψη του χάνεται και την ψάχνουμε αλλού, αλλά το πρόσωπο συκώνεται και γίνεται μεγάλο σαν εποχή σαν βουνο που χάθηκε σαν αστερισμός που έσβησαν τα σύννεφα, αόρατα απόψε. Πίστεψα στον έρωτα που ο έρωτας προσπαθεί να αποκαλύψει ξανά και ξανά, σαν άνθρωπος, σαν φύλλο που παίρνει ο άνεμος, σαν θυμωμένος σκύλος, σαν ψάρι που πεθαίνει και χοροπηδά στα βράχια. δε μπορείς να είσαι ερωτευμένος χωρίς μοναξιά. το σώμα και η παρουσία του παραμένει απρόσιτη. αυτό διαβλέπει ο έρωτας. γι’ αυτό αγκαλιαζόμαστε συνέχεια. αυτό είναι το πρόσωπο, σε στάσεις του μετρό, ανάμεσα στα σεντόνια, στις οθόνες αυτού του κόσμου και στα τραγούδια του. φωνές που ακούμε. αυτό είναι το πρόσωπο, αυτό είναι το οικείο σημείο του κόσμου, αυτό είναι το σπίτι και η θαλπωρή, η ελπίδα να υπάρξεις, κι ο τρόμος πως θα χάσεις, το πρόσωπο, πράγμα σπουδαίο νομίζω. κοιτάξαμε τον κόσμο και χαθήκαμε μέσα του ξανά και ξανά. ο τρόμος και η προσμονή, η χαρά και η φρίκη, η ανία και η υλικότητα του χρόνου όταν δε συμβαίνει κάτι και αναδύεται σε ραντεβού σε στάσεις λεοφωρείου σκοπιές σε περιόδους πολιτικής αβεβαιότητας σε καιρούς που κάτι κρίνεται κι ανοίγει. κοιτάξαμε τον κόσμο και θέλαμε να δούμε το φως του. αλλά η πίστη μας σ’ αυτό, από πριν, μοιάζει με ψέμμα, ποιο το θεμέλιο ατής της απόφασης; μια φωνή λέει πως δεν πρέπει να πιστεύεις σε αυτό το φως. παραχαράσσεις το βλέμμα σου, είσαι τυφλός, αλλά δεν υπάρχει βλέμμα χωρίς πίστη, δεν υπάρχει βλέμμα που δεν είναι τυφλό, ούτε λέξεις χωρίς το παρελθόν που σου τις έδωσε, δεν υπάρχει θέα του κόσμου χωρίς προβολές και επιθυμίες και ελπίδες και φόβους. δε μπορώ να πω τι είναι αυτό που πιστεύει μέσα μου. αν μιλά για κάτι που ξέρει ή για κάτι που ελπίζει ή για κάτι που το διευκολύνει ή για κάτι που του έβαλαν μπροστά του σε μιαν αρχαία στιγμή που ξέχασε. ξέρω όμως πως προχωρά μέσα στους δρόμους κάθε μέρα και ανοίγει τα μάτια του το πρωί. ξέρω πως χτυπά η καρδιά του και δεν ξέρω γιατί. ξέρω πως δε μπορώ να αρνηθώ αυτήν την φωνή που διαρκώς αρπάζει τις φωτιές του κόσμου και τις κάνει δικές της. και κοιτά τους τοίχους με μάτια ορθάνοικτα περιμένοντας κάτι που δεν χρειάζεται να έρθει για να το πιστέψει. αν μπορούμε να βαδίσουμε μέσα στο δωμάτιο είναι γιατί πιστεύουμε. και είναι αυτή μια ζωτική διάσταση του ανθρώπινου που αν χαθεί πεθαίνουμε. αμέσως. σαν να μη χτυπά η καρδιά σα να μην ανασαίνει ο πνεύμωνας, κι όπως δεν τα βλέπουμε αυτά, και δεν τα ακούμε που χτυπιούνται και μεταβολίζουν τα υλικά του κόσμου και τα κάνουν ζωή δική μας, έτσι δεν βλέπουμε πόσο πιστεύουμε σε όσα προδίδουμε όλες τις μέρες της ζωής μας. κι όσο κι αν μοιάζει δίκαιο δε μπορούμε να μη πιστεύουμε στα φώτα του έρωτα και στην οικειότητα των προσώπων, και στην μάχη της Ιστορίας. αυτό πάλι είναι μια επιλογή και δεν μπορούμε να διαλέξουμε μονο τον φόβο. μόνο τον θάνατο. μόνο την απουσία. κι αυτό μια απόφαση είναι από μια περιοχή πληρότητας και βεβαιότητας, ένα σημείο ασφάλειας, οικείο και συμπαγές. μέσα στον κόσμο τα σημεία της οικειότητας είναι τα πρόσωπα, τα σημεία που μπορούμε να απευθυνθούμε, να διαπραγματευτούμε, όσα μπορούμε να αλλάξουμε, οι πέτρες και τα χώματα δεν αλλάζουν βλέμμα όταν σε κοιτούν, αλλάζουν με τον έρχομο του ήλιου και με την βροχή με το πέρασμα των εποχών αλλά δεν, δεν, δεν έχουμε αυτόν τον χρόνο για μέτρο της καρδιάς, η καρδιά μας δεν τον ακούει, θέλουμε ένα πρόσωπο, για μας, ένα πρόσωπο, ένα τίποτα που συκώνει το βλέμμα του στα σύννεφα και κοιτάζει τους ανθρώπους όλους ίδιους όλους μοναδικούς, εκεί βρίσκεται το θαύμα και ο τρόμος, εκεί διαρκεί η στιγμή, εκεί ο χρόνος έχει πραγματοποιηθεί ολάκερος. άνοιξε το παράθυρο ο ήλιος έξω γιορτάζει ενώ πεθαίνουμε ήσυχα μέσα στο ανέλπιστο της ζωής.

The VIDEO HERE/ Το βίντεο στα αγγλικά ΕΔΩ/

The English text HERE  —-> TOMORROW IETM 2013

Το κείμενο στην Ελληνική —-> TOMORROW IETM 2013 GREEK

I was invited to give the opening speech of an international meeting that took place in Athens. The atmosphere was nice and the public was also “fantastic”. The whole 4 day meeting was under the general title “TOMORROW”. Προσκλήθηκα να κάνω την εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου του Διεθνούς Δικτύου IETM** στην Αθήνα. Ο γενικός τίτλος ήταν το: “Αύριο”. Η Ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και το κοινό εξαιρετικό.

Where are we going? Why Athens? What about Art?

Που πάμε; Γιατί η Αθήνα; Και η Τέχνη;

The speech revolves around three themes, Athens, Art, Tomorrow. All of them, of course under the shadow of the current crisis.

Η ομιλία εξελίσσεται γύρω από τρεις άξονες, Αθήνα, Τέχνη, Αύριο. Όλα αυτά βεβαίως κάτω από την σκιά της “κρίσης”.

Είδα προ καιρού αυτό το βίντεο και στάθηκα. Δεν ήξερα γιατί. Κατάλαβα όταν τελικά άρχισα να γράφω.

α) Jacques Tati 
O Jacques Tati είναι ο παιδικός ήρωας που δεν είχα. Ο ευγενέστερος των άτσαλων ποιητών, ο βέλτιστος των καπνιστών πίπας, ο αστειότερος των σοβαρών ανθρώπων. Τον βλέπω. Απελευθερωτής του “Λόγου” από τις λέξεις. Mόνος. Κανένας άλλος δεν φόρεσε καπαρντίνα μετά από αυτόν και κανείς δεν έκανε καλύτερα ποδήλατο. Φιλοσοφεί απευθυνόμενος σε ολόκληρο τον άνθρωπο, λέγοντας ιστορίες. Είναι ο ντροπαλός φιλόσοφος. Είναι αυτός που αποκάλυψε τις κάλτσες του. Ηττημένος χωρίς να το επιδιώξει. Έντιμος μέχρι σπαραγμού. Ο Jacques Tati. Ο άνθρωπος που έφτιαχνε κινηματογραφικές ταινίες.

Τα πράγματα στις ταινίες του είναι ολόκληρα κι έτσι μοναδικά. Όλα είναι ευρύχωρα, ο χρόνος, ο ήχος, η εικόνα, οι ιστορίες, οι τόποι που συνθέτει. Ακόμα κι όταν όλα καταστρέφονται υπάρχει χρόνος. Όλοι έχουν μια θέση, γελοίοι, μισοί, επηρμένοι, ικανοί κι ανίκανοι, νικητές και ηττημένοι. Υπάρχει χώρος και για τους ασήμαντους και για τους κακούς. Και για τα ζώα και για τα πράγματα. Όλα έχουν φωνή. Η ερμηνεία του έχει, επίσης, μια αισθηματική και διανοητική ετοιμότητα που δεν γίνεται εξυπνάδα ή συναισθηματική εκτόνωση, μόνον χρησιμεύει για να κατανοήσει την ζωή των άλλων και την δική του. Όλα αυτά με μια λεπτή και αδιάλειπτη αποστασιοποίηση. Βλέπει από μακριά την Ιστορία σαν κίνηση παράφορη που ενώνει χωρίς να ομογενοποιεί.

Η σπαρακτική έλλειψη νοήματος στην ζωή και την Ιστορία δεν παραβλέπεται. Ούτε γίνεται βία κι απόγνωση. Αντιθέτως γίνεται γνώση, δηλαδή κατανόηση, δηλαδή άρνηση της “κατηγορίας”, δηλαδή άρνηση κάθε σχήματος που εξηγεί με απλουστευτικούς όρους, τα πράγματα, τα γεγονότα, τις ζωές. Ασκεί κριτική, δείχνει ανθρώπους, φορείς, και της αδικίας και της καταστροφικής ανοησίας αλλά ποτέ δεν κλείνει το κάδρο γύρω τους, δεν επικεντρώνει σε αυτούς, είναι μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, μιας ιστορίας μεγαλύτερης από την Ιστορία, της ταινίας και του κόσμου. Το κακό μένει ανεξήγητο. Δεν υπάρχουν “φταίχτες” στους κόσμους που κατασκευάζει. Ναι, υπάρχει διάκριση στο έργο αυτού του ανθρώπου που δεν αποκλείει την καταστροφή και την αποτυχία. Υπάρχει αγάπη για την γη, ουράνια, φτιαγμένη εξ’ ολοκλήρου από χώμα.

Ο Jacques Tati, όμως, είναι η αφορμή, άλλο είναι το θέμα μας…

β) Η Μπάλα-Ο Τερματοφύλακας-Το Τέρμα
Λοιπόν; Τι είναι μια μπάλα; Η Μπάλα δεν είναι ένα πράγμα. Η μπάλα είναι η ελάχιστη μορφή. Ένα “διογκωμένο” σημείο. Η μπάλα είναι ένας χώρος κλεισμένος στον εαυτό του, μια ταυτολογία, μια κατασκευή χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς γωνίες, χωρίς σχήμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μέσα στην μπάλα βρίσκεται ένα κομμάτι σκοταδιού. Και το σκοτάδι αυτό μένει πάντοτε ακίνητο. Όσο κι αν η μπάλα μετακινείται.

Γύρω της τοποθετούμαστε. Άλλος κοντά, άλλος μακριά, άλλος αμυντικά άλλος επιθετικά. Άλλος με πεποίθηση, άλλος ξέπνοα. Είμαστε παίκτες, θεατές, οπαδοί ή τελείως αδιάφοροι. Το πλέγμα αυτών των σχέσεων και τα κενά που εμφανίζει, ορίζει αυτό που ονομάζουμε “χώρο”.

Η μπάλα παραμένει χωρίς χαρακτηριστικά, δηλαδή αόριστη κι έτσι μπορεί να γίνει τόπος προβολής κάθε επιθυμίας. Μ’αυτόν τον τρόπο επιτρέπει ενώ διαφέρουμε να επιθυμούμε κάτι μαζί. Η μπάλα με την απολύτως συγκεκριμένη αοριστία της μας επιτρέπει να συνυπάρχουμε, να συναντηθούμε στο ίδιο σημείο.

Ο άνθρωπος χτίζεται και αντλεί την ζωή του από την επιθυμία δηλαδή από την ατέλεια, την απουσία και την έλλειψη. Η ανακάλυψη του “τραγικού” είναι ακριβώς συντονισμένη με αυτήν την γνώση και περιέχει τον θρήνο του ανθρώπινου απέναντι στο ανέφικτο, του καλού του ωραίου και του αληθινού. Είναι σκληρό αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να είναι ελεύθερος ο άνθρωπος παρεκτός αν το αντικείμενο των επιθυμιών του παραμένει απών ή έστω έρχεται και φεύγει συνέχεια σε συχνότητα τέτοια που αν το δει κανείς από μακριά να μοιάζει πως και είναι εδώ και δεν είναι. Αυτός είναι ο ρυθμός όλων των πραγμάτων, της ύλης και της ενέργειας. Αυτόν τον ρυθμό εκδηλώνει η κυκλική εναλλαγή των εποχών, των καθημερινών γευμάτων και η παλινδρομική διείσδυση της σεξουαλικής πράξης όπως επίσης σε αυτόν τον ανεκπλήρωτο ερχομό αναφέρεται η σπαρακτική και τρυφερή, σχεδόν αστεία, Πορεία προς Εμμαούς.

Κάποιες φορές αυτό το βάσανο μας εξωθεί σε εύκολες λύσεις και αφηνόμαστε σε μια φτωχή εκδοχή της απουσίας ή της παρουσίας, χωρίς αίνιγμα.
Οι επιπτώσεις είναι δεινές και πολλαπλές. Για παράδειγμα τότε δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ του πνεύματος και του γράμματος του νόμου και κυριαρχεί η απώθηση, η σκληρότητα και η τυφλότητα. Τότε αφανίζεται η ανάγκη και η δυνατότητα για ερμηνεία και αγκαλιάζουμε το “sola scriptura” που θαρραλέα πλην απελπισμένα πρότεινε ο προτεσταντικός κόσμος. Τότε τα πράγματα είναι επίπεδα, οι άνθρωποι είτε καλοί είτε κακοί και η γλώσσα νεκρή επειδή είναι παντοδύναμη. Τότε ένας ναρκισσιστικός μηδενισμός απλώνεται γύρω μας επαιρόμενος για το θάρρος του. Τότε τα πράγματα δεν οδηγούν πουθενά, αλλού, δε μας αποκαλύπτουν μόνο μας καθρεφτίζουν. Τότε είμαστε φυλακισμένοι στα φαινόμενα.
Τότε, χαρακτηριστικά, ζητάμε μια λύση αμέσως στα προβλήματα μας ενώ δεν τα έχουμε κατανοήσει. Η κατανόηση όμως απαιτεί χρόνο και από μας κι από τα πράγματα, δεν έρχεται όσο κι αν πεισμώνουμε, ακόμα κι αν πεθαίνουμε θα απαιτήσει χρόνους που πιθανώς μας ξεπερνούν.

Θέλουμε να ελευθερωθούμε από την βάσανο της ερώτησης, του πόθου, της υπομονής απέναντι στο ανέφικτο της Ιστορίας. Πως μπορεί αυτό το σχήμα να μείνει ανοικτό; Αντιφατικό και περιεκτικό; Η μπάλα είναι ένας τρόπος να εντοπίσουμε το κενό, την έλλειψη, την απορία. Κάτι που μοιάζει επαρκώς με το τίποτα ώστε να μπορεί να αποκαλύψει τόσο την παρουσία όσο και την απουσία. Στην παρούσα απουσία καθρεπτίζεται και ενεργοποιείται η επιθυμία κι όπως κινείται αρχίζει να “υπάρχει” και να οργανώνεται. Γι’ αυτό το θαύμα μιλούν όσοι γεύτηκαν την επήρεια της γραφής που μοιάζει να μιλά πέρα από αυτόν που γράφει. Γι’ αυτό όταν κινούμαστε να μιλήσουμε σε κάποιον άλλο, συχνά δεν ξέρουμε τι ακριβώς θα πούμε και μιλώντας φωτιζόμαστε και μας ακούμε κι ο Λόγος μας συντάσσεται και αποκτά δομές, ουσία γεωμετρίες σχέσεις.
Ο πόθος του εραστή, το ερώτημα του στοχαστή, η προσευχή του ασκητή και η λαχτάρα του καταναλωτή, όλα, κινούνται προς το σημείο μιας εντοπισμένης έλλειψης. Μιας έλλειψης που έχουμε ονομάσει. Έτσι, γύρω από την έλλειψη και το κενό, χτίζονται όλα τα πράγματα.

Η μπάλα, λοιπόν, δεν μαγεύει αδίκως τα πλήθη. Η σημασία της βαθαίνει και η γοητεία της εντείνεται από το γεγονός πως αυτήν τη λειτουργία την επιτελούν κι άλλες έννοιες, λέξεις, αντικείμενα, αξίες, σύμβολα. Αυτά βρίσκονται παντού και συνθέτουν την κοινότητα μας επειδή ακριβώς μένουν ανοικτά και ενδεχόμενα, σαν καθρέφτες, σε αναμονή του νοήματος που θα τους δώσουμε. Η μπάλα όμως είναι παιχνίδι.
Είναι περιορισμένη σε έναν χώρο κι έτσι δεν κινδυνεύει κανένας και τίποτα από την ασάφεια της. Μπορεί να παραμείνει σε μια περιοχή όπου οι ηθικές κατηγορίες δεν επαρκούν, κι εμείς να την κυνηγάμε. Χωρίς να χρειάζεται να ομολογήσουμε πως τρέχουμε τον πιο σοβαρό αγώνα της ζωής μας. Όπως όταν παίζουμε “πόλεμο” μικροί, δίχως να πεθαίνουμε. Γι’αυτό καθησυχάζει και παρηγορεί. Έτσι θεραπεύει και καλλιεργεί, την επιθυμία. Ακόμα κι αν όλα χαθούν δεν έχουμε ανάγκη τίποτα για να έχουμε κάτι.

Κι ο τερματοφύλακας;

Περιμένει. Μόνος. Το ερχόμενο. Εξαγριωμένος από την αναμονή, δέσμιος της αγωνίας, του αγώνα δηλαδή που έγινε κατάσταση του πνεύματος. Η “ζωή” είναι αλλού. Κάθεται και την βλέπει, μακριά από τις γιορτές και τις μάχες, έξω από τις ακολουθίες των γεγονότων, τις πάσες, τις ανταλλαγές, τις συζητήσεις.
Αυτός είναι ο φύλακας. Παραστέκει το αμετάκλητο. Μόνον αυτό αποτελεί ευθύνη του. Όλα τα άλλα θα ξεχαστούν. Τα γκολ θα μείνουν. Ο Τερματοφύλακας έχει το βλέμμα του στραμμένο στην Ιστορία. Στην ποδοσφαιρική αιωνιότητα. Στην πιο απόλυτη πραγματικότητα. Σε αυτό που κρίνει τον αγώνα. Στην τελική κρίση. Δηλαδή αυτός μόνον ασχολείται με την Κρίση καταπρόσωπο, αυτός που πενθεί την αχρηστία του και βαριέται πλάι στην πύλη του Τέρματος, ενώ οι γιορτές και οι μάχες μαίνονται και ανάβουν φωτίζοντας τα πλήθη και τα παιχνίδια της Ιστορίας.
Βρίσκεται μακριά από τους θριάμβους, όσο πιο μακριά γίνεται από τις νικηφόρες στιγμές, αγκαλιασμένος με την ήττα. Μόνον την ήττα πραγματεύεται. Γιατί δεν κυνηγά κι αυτός τα γκολ; Είναι αδικημένος; Έχει κατάθλιψη; Δεν είναι ελεύθερος; Μήπως αυτός είναι ελεύθερος; Γιατί “παίζει” έτσι; Δε θα δημιουργήσει ποτέ κάτι. Δεν θα δώσει ποτέ μια “Νίκη”. Μόνον θα αποτρέπει ήττες.
Αυτός που δίνει νόημα σε όσα καινούρια έρχονται επειδή τους αντιστέκεται. Αυτός που εμποδίζει την εμφάνιση των γκολ. Αυτός. Είναι εχθρός τους; Και γιατί έχει το δικαίωμα να αγγίξει, με τα χέρια του, την μπάλα; Και γιατί επιμένει σε ένα σημείο όταν όλοι ποθούν ταξίδια κι αποδράσεις; Τον ενδιαφέρει ο Τόπος αλήθεια; Γιατί ζει, τον αγώνα, με το βλέμμα; Αντί να τρέχει, να ιδρώνει, να χαίρεται όλη αυτήν την σωματικότητα; Γιατί δεν καταναλώνει τις διαδρομές να μη βαριέται; Τον δένει κάτι; Το διάλεξε ο ίδιος; Καταλαβαίνει πόσο σημαντικός είναι; Και πόσο ανόητος;

Ο Τερματοφύλακας παραστέκει, και είναι, το τέλος και η αρχή κάθε διαδρομής. Είναι πολύ κοντά στο τέλος και η αγωνία του έχει κάτι από την αγωνία του τέλους. Του τέλους της ζωής, της αλήθειας, του αμετάκλητου. Ο άνθρωπος του Τέλους, ο Τελευταίος. Εκεί ορίζονται τα πράγματα κι εκεί συντρίβονται. Στο Τέρμα.
Όμως για κάτσε…
Το Τέρμα; Τι είναι το Τέρμα;

Αφού είναι τόσο σημαντικό γιατί του έχει γυρίσει την πλάτη; Αυτό το τέρμα γιατί το φυλάει αλήθεια; Δεν είναι όμορφο, δεν έχει κάτι πολύτιμο ή ενδιαφέρον, δεν έχει τίποτα! Αν τον άφηναν μαζί με το Τέρμα, αφού τόσο το αγαπάει, τι θα έκανε; Το Τέρμα πρέπει μάλλον να μείνει κενό. Πρέπει να υπάρχει πάντα κενό κάπου, δηλαδή μια ερώτηση, δηλαδή η επιθυμία, δηλαδή κάτι αφόρητο, αποτρόπαιο, αιώνιο. Κάτι που συντρίβει και ο αγώνας να το αποκτήσεις σε βοηθά όσο τίποτα να το ξεχάσεις, να πάρεις μιαν ανάσα.
Κι αυτό το κενό κοστίζει. Μέρες και νύχτες. Αβέβαιες διαδρομές και μεγάλες σιωπές. Απέναντι σε όσους θέλουν επειγόντως απαντήσεις. Τεράστια μοναξιά.

Το Τέρμα είναι φτιαχτό. Είναι μια κατασκευή. Κι αυτό δεν το καθιστά ψέμα. Οι κατασκευές είναι συνθέσεις των πραγμάτων που επειδή δεν μπορούμε να τα ακυρώσουμε τα λέμε αλήθειες. Μόνο μια κατασκευή μπορεί να στεγάσει του κόσμου τις ετερόκλητες αλήθειες που ποθούμε, που είμαστε, που θεριεύουν αν τις αγνοήσουμε, που σβήνουν όταν γίνονται απόλυτες. Τις αλήθειες που αναγνωρίζουμε και δεν ενώνονται αυτόματα, όπως η δικαιοσύνη με την συγχώρεση και την καλοσύνη, το Παρόν με το Παρελθόν και το Μέλλον, η προσωπική ζωή με αυτήν του συνόλου, η αναγνώριση του Ιερού μαζί με την ανάγκη για το ανούσιο, η δίψα για την τελειότητα μαζί με την ανεπάρκεια την δική μας και του κόσμου, η ασυνέχεια των πραγμάτων με την συνέχεια και την ροή, η απαραίτητη μνήμη του θανάτου με την απαραίτητη λήθη του, η δίψα για το παρόν με την νοσταλγία για όσα βρίσκονται έξω από τον χρόνο… και τόσα άλλα. Πράγματα που χαρακτηρίζουν τον Πολιτισμό, πράγματα κατά μίαν έννοια “αφύσικα” που ενώνονται στον ίδιο τον άνθρωπο, ενεργά και ενσυνείδητα. Μόνο μια κατασκευή μπορεί, να δημιουργήσει τις αντιφάσεις που θα μας επιτρέψουν να ζήσουμε.

Και τι αλήθεια δεν είναι κατασκευή; Οι ερωτικές ιστορίες; Τα κράτη; Οι ιδεολογίες; Τα έθνη; Οι αξίες; Η έννοια π.χ. της ανθρωπότητας; Ή οι θρησκείες; Στο μέτρο που είναι κατασκευές είναι αφ’ ενός σημάδια της ανθρώπινης ελευθερίας, αφ’ ετέρου εκδηλώσεις όσων στοιχειώνουν το ανθρώπινο, το ξεπερνούν, το διαπερνούν. Εν τέλει μια κατασκευή είναι τόπος φανέρωσης πραγμάτων που εκδηλώνονται στην ζωή και στο σώμα μας χωρίς να είναι δικά μας, είναι φωνές που μας ξεπερνούν, πράγματα πέρα από εμάς που εκκρεμούν.

Τώρα μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στο τέρμα. Διότι και το τέρμα επιδιώκει να εκφράσει κάτι που καμία διατύπωση δεν εξαντλεί. Προσπαθεί να απεικονίσει το αόρατο. Είναι φτιαγμένο από το ίδιο υλικό με την μπάλα. Είναι ελεύθερο από τον εαυτό του, από κάθε αναπαράσταση του εαυτού του. Είναι το όριο, το τέρμα, το Τέλος, και είναι αποτρόπαιο. Γι’αυτό το στήνουμε, για να ελαφρώσουμε τον τρόμο που προκαλεί και να παίξουμε μαζί του. Γι’αυτό ο Τερματοφύλακας μπορεί και δεν το κοιτά ποτέ. Του έχει γυρισμένη την πλάτη. Μπαίνει αδιάφορα μέσα. Ξαναβγαίνει. Είναι εκεί και δεν είναι.

γ) Οι αμίλητοι
Τις μέρες αυτές είναι πολλοί αυτοί που μένουν αμίλητοι. Τώρα που η αίσθηση του επείγοντος κυριαρχεί. Σε μια κρίση ευνοούνται όσοι έχουν απλουστευτικές, ισχυρές θέσεις που βρίσκουν “ποιος φταίει” ή πάλι θέσεις που υπόσχονται την “λύση” του προβλήματος, ερήμην του χρόνου και της υπομονής. Θέσεις δηλαδή που μειώνουν τον άνθρωπο. Οι μέρες αυτές δεν αγαπούν τις ερωτήσεις, βασανίζονται από την αμηχανία της ερώτησης. Δεν αντέχουν περισσότερη ευθραυστότητα.

Οι αμίλητοι βρίσκονται έξω από αυτό το κλίμα. Μόνοι μένουν και ύποπτοι τέτοιες εποχές. Δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα. Οι ερωτήσεις τους είναι περιττές. Διαρκώς διαφωνούν με όσους συμφωνούν και συμφωνούν με όσους διαφωνούν. Και οι ίδιοι εξαντλούνται και αναθεματίζουν την μοναξιά τους. Είναι, όμως, οι φύλακες της ανθρωπότητας μας. Ασήμαντοι εργάζονται την σιωπή, την δίψα για αλήθεια, για κατανόηση και διαύγεια. Είναι αυτοί που φυλάσσουν την πολύτιμη αμηχανία του νου απέναντι στην Ιστορία. Είναι αυτοί που απενοχοποιούν την αδυναμία. Που την φωνάζουν και της δίνουν σάρκα.

Οι αμίλητοι πεινάνε δυστυχούν και επείγονται, αλλά επιμένουν, τα πράγματα να είναι ολόκληρα, δηλαδή να τα αγκαλιάσουμε όπως είναι, μισά. Μέχρι την τελευταία στιγμή επιμένουν να βλέπουν τον κόσμο σαν να έχουν μιαν αιωνιότητα μπροστά τους. Το αίνιγμα του παρόντος πάντα αναφέρεται στο αίνιγμα του παρελθόντος και του μέλλοντος. Καμμία επείγουσα συνθήκη δεν τους μετακινεί. Mόνον η κατανόηση. Η κατανόηση, όμως, δεν υπηρετεί την ισχύ αλλά το ανθρώπινο αίνιγμα.

Στέκονται μπροστά στον κόσμο. Και τον ρωτούν. Όταν πατούν το χώμα, ομολογούν πως δεν ξέρουν τι είναι. Είναι αλήθεια μπορετό να ζεις έτσι; Είναι όλος αυτός ο κόπος σωστός; Όλη αυτή η καταδίωξη του νου στο βάθος μιας ερήμου που κανείς δεν είδε; Μιας ερήμου που μοιάζει να γεννά από μόνο του το βλέμμα τους. Πώς να περπατήσεις από την μια άκρη του δωματίου στην άλλη; Πώς να μιλήσεις και να μην νομίζουν οι άνθρωποι πως μίλησες; Να μη σε παρεξηγήσουν δηλαδή. Τα πράγματα δεν έχουν μέγεθος οριστικό και οι λεπτομέρειες είναι πάντα επίφοβες και τεράστιες. Όταν αισθάνεσαι εφήμερος τα επείγοντα θέματα μοιάζουν κι αυτά έτοιμα να μικρύνουν, μοιάζουν ερείπια του μέλλοντος, ψέμματα του χτες και σκιές πράξεων που έχουν χαθεί από μπροστά μας.

Μιλώ για εκείνους που στοχάζονται και βλέπουν μ’ όλο τους το σώμα και η σκέψη τους δεν είναι συλλογισμοί και ευφυΐα αλλά αίσθηση του ανθρώπινου και σύνδεση. Για όσους δεν αποκρύπτουν την αντίφαση αλλά την αγκαλιάζουν. Για όσους δεν μικραίνουν τον κόσμο για να τον μιλήσουν. Για όσους δεν μικραίνουν τον κόσμο μιλώντας. Για όσους μένουν αμίλητοι. Και δεν θέτουν διλήμματα, δεν κάνουν προβολές για να αντέξουν την δυσμένεια των ημερών. Όσους αρνούνται τις απλουστεύσεις, και δεν ενδίδουν στον πειρασμό της κατηγορίας. Οι αμίλητοι, αυτοί, είναι που κρυφά γονιμοποιούν τον δημόσιο λόγο. Είναι γενναίοι επειδή ξέρουν να φοβούνται.

Η αμηχανία δεν είναι σφάλμα αλλά δυνατότητα. Μόνο ένα ψέμα μπορεί να μην είναι εύθραυστο και γι’ αυτό όλο νικά και θριαμβεύει κι όλο απειλείται και φοβάται. Χωρίς την ευθραυστότητα η φτώχεια δεν έχει όρια, η απελπισία γίνεται κατάσταση και η καταστροφή στόχος. Η αμηχανία, από την άλλη, γεννά χώρο και χρόνο. Χώρο που αφάνισαν οι στόχοι, οι αγώνες, οι συνήθειες, οι ιδιοτέλειες και οι επιθυμίες, που κατέλαβαν οι παραδόσεις και οι ιδεολογίες. Και χρόνο, να σκύψουμε σε πράγματα που αφήσαμε πίσω και μας λείπουν. Μόνον η αμηχανία πάει εκεί που οι άλλοι δεν τολμούν και νομίζουν την δειλία τους γενναιότητα.

Η αμηχανία είναι η πρέπουσα κατάσταση. Αλλά εδώ θέλει προσοχή… δεν μιλάμε για κάποιαν επιλογή της ήττας ή της αδυναμίας, του ηρωικού περιθωρίου ή του θυματοποιημένου ανίσχυρου. Μιλάμε για το ηθικό σθένος και την διαύγεια. Η αμηχανία δεν είναι στόχος αλλά σύμπτωμα. Αποτελεί εξαιρετικά δύσκολη θέση για την οποία πάντοτε λογοδοτείς και βάλλεσαι. Όταν σε ρωτάν: Εσύ ποιός είσαι; Και δεν έχεις απάντηση. Αν απαντήσεις μέσα στις κατηγορίες που σου ζητούν να μπεις τότε θα αρνηθείς πως ο κόσμος μας έχει αποτύχει, θα αρνηθείς το δικαίωμα να φανταστείς τον κόσμο ξανά, να έχεις φωνή, γι’ αυτό μένεις άφωνος κι έτσι κραυγάζεις πως ο κόσμος μας είναι φυλακισμένος στις φαντασιώσεις άλλων. Το παρόν απουσιάζει όταν προϋπάρχει.

Η αμηχανία είναι ένα ρήγμα στον κόσμο και δεν εκχωρεί ούτε αποδέχεται την θέση του θύτη ή του θύματος. Δεν συμμετέχει στην συγκάλυψη του προφανούς. Στον ιδιοτελή προσεταιρισμό της τραγωδίας. Αποτελεί προστασία από ολοκληρωτικές απαντήσεις, ηθικισμούς, συναισθηματισμούς, θυματοποιήσεις, δαιμονοποιήσεις. Δεν συμμαχεί με το ψέμα της εξήγησης. Είναι το θεμέλιο του Μέλλοντος. Η επιτροπή της συνάντησης. Το καταφύγιο της ερώτησης. Είναι διωγμός ατέλειωτος, διηνεκής, αγέννητος. Είναι η αναπνοή της σκέψης και το κατόρθωμα του νου. Η προέλευση του “πολυμήχανου” ανθρώπου. Το “δέος” του αρχαίου κόσμου.
Πηγή της ποίησης, της προσευχής, της φιλοσοφίας, μένει αυτή.
Η αδυναμία, η άγνοια, η ήττα, όπως την νομίζουν,
όσοι αναζητούν την δύναμη, την ισχύ και την ηγεμονία.
Χρειάζονται κι αυτοί.

Jacques Tati στην (Αγγλική) Wikipedia

άλλες σχετικές αναρτήσεις:

Walk around a telephone booth ή Αν υπάρχει κάτι άδειο σ’αυτό τον κόσμο.. / από τον Dokugyunyu..

Ο Bill Viola “The Reflecting Pool”

Αυτό που είμαι.. /Ce que je suis HOLDEN

I AM ROBOT/ από τον “Ken Tanaka” allias David Ury/ ROBOTS #2

κ.α.

Ήρθε ο καιρός να μιλήσουμε. Και γι’ αυτό σωπαίνουμε. Τα σύννεφα κατεβαίνουν χαμηλά και μοιάζει να σκοτεινιάζει ο κόσμος. Αυτές τις στιγμές το βλέμμα θα πάει προς τα μέσα. Θα πάει προς τα μέσα αν αρνηθούμε την άγονη ταραχή και αφήσουμε τον νου, το άλλο σώμα μας, να κινηθεί αβίαστα. Εδώ θέλει προσοχή να αφήσουμε κάποιο κενό, να μη το γεμίσουμε τηλεοράσεις, ιδέες και συναισθήματα μισά. Αν δεν μπορείτε να δείτε τα μεγάλα και τα μέλλοντα μπορείτε να μην ενδώσετε σε όσα σας κάνουν να αισθάνεστε άρρωστοι από θυμό ή ενοχή, φτηνοί. Έχουμε επιλογές. Το ωραίο, το καλό και το αληθινό υπάρχουν στην μικρή και την μεγάλη κλίμακα. Στο τραπέζι που δουλεύουμε, στο τραπέζι που τρώμε. Εκεί υπάρχει πάντοτε δουλειά. Θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα με τον καιρό, όλο και περισσότερο. Η αίσθηση μου, βέβαια, είναι πως ήδη υπάρχουν πολλά που είναι ξεκάθαρα… Το δέντρο το κρίνεις από τους καρπούς του. Οιοσδήποτε λόγος φέρνει ταραχή εμποδίζει την καθαρή κρίση. Θα πρότεινα να μη τον ακούτε, είναι ανεπαρκής, κατακριτέος ακόμα κι αν έχει καλή πρόθεση. Για παράδειγμα κάτι δεν πάει καλά όταν με εμπάθεια αρθρώνεται λόγος που είτε σας δικαιώνει άμεσα και σας δίνει την τοξική “ελευθερία” του θύματος είτε έμμεσα γεμίζοντας σας δίκαιη και “θαραλέα” ενοχή. Τα λάθη του ενός δεν δικαιολογούν τα λάθη του άλλου. Δεν θα μιλήσω στενά πολιτικά, επίκαιρα, σε αυτήν την ανάρτηση. Όσο κι αν μοιάζει επικίνδυνο θα σας θυμίσω μόνον πως η πολιτική δεν μπορεί να υπηρετεί μόνο το “χρήσιμο”. Πρέπει να θυμάται το “αληθινό”. Η φωνή της “λογικής” μας έφερε μέχρις εδώ. Με πολλούς τρόπους η φωνή της “λογικής” διέφθειρε τα πάντα. Επέβαλε μπαλώματα παντού και προώθησε τον κυνισμό και την μικροπρέπεια. Ευτυχώς όμως δεν υπάρχει επιλογή “βολική” και εύκολη πλέον. Πρέπει να πορευθούμε με αξίες κι όχι με φόβο ή τεμπελιά. Κι αξίες είναι και η δικαιοσύνη η αξιοπρέπεια και το Δημοκρατικό ιδεώδες. Αξίες είναι το ωραίο και το συνετό. Αξία είναι η χαρά του άλλου και η ξεκούραση που δίνει η “σοφία” που δίνει ο χρόνος. Αξία είναι το ήθος, αρχαίο, που λέει πως η δυσκολία δε μας καλεί να κλειστούμε να επιβιώσουμε αλλά να φροντίσουμε όσο μπορούμε τους γύρω μας, να καταλάβουμε πως όποιος προσφέρει έχει περισσότερα. Αυτό είναι το δίδαγμα της “Οικονομίας” της παγκόσμιας πως δεν υπάρχει κάτι καλό για “έναν”. Αυτή είναι το εμπόριο, δηλαδή η η πορεία. Ας θυμηθούμε την λέξη “Προσφορά”! Αξίες είναι τα πράγματα με τα οποία φτιάχνεις μια ζωή, μια σχέση, μια Ιστορία. Αυτές είναι το αντίδοτο. Δεν φτιάχνουν οπαδούς και δεν χρειάζεται να μιλήσουν πολύ. Δεν ευνοούν τα διλήμματα και δεν υπάρχουν για να πείσουν. Ακόμα κι αν όλοι βάλουν εναντίον σου και αισθάνεσαι μόνος, το να υπερασπίζεσαι κάποιαν αξία σε δένει με όλους τους ανθρώπους αρκεί να το κάνεις ήρεμα, χωρίς να σφίγγεις τα δόντια, χωρίς πείσμα και θέλημα. “Αν δεν φοβάσαι τον θάνατο, μπορείς να καταφέρεις τα πάντα”. Αυτά για τα οποία μιλάω τα βλέπω. Σε ανθρώπινες ζωές γύρω μου. Ήρθε ο καιρός να μιλήσουμε. Και γι’ αυτό σωπαίνουμε. Τα σύννεφα κατεβαίνουν χαμηλά και μοιάζει να σκοτεινιάζει ο κόσμος. Αυτές τις στιγμές μπορούμε και πρέπει να δούμε. Τα ελάχιστα πράγματα που περνάνε μπροστά μας. Αυτά που οι ποιητές (δηλαδή όλοι οι άνθρωποι που τιμούν κάποια στιγμή της ζωής τους) μας φωνάζουν να κοιτάξουμε. Κι αν η ζωή είναι σκληρή, άδικη, μην ακούτε κανέναν από αυτούς που βρήκανε τον φταίχτη. Δεν ψάχνουμε τον φταίχτη αλλά λύσεις. Δεν ψάχνουμε να διαχειριστούμε συναισθήματα αλλά προβλήματα. Το αίνιγμα του κακού δεν θα απαντηθεί έτσι. Είμαστε έκθετοι. Σε όλα. Και στα θαύματα που περνάν μπροστά μας συνεχώς, στο γεγονός πως ο κόσμος υπάρχει(;) στους περαστικούς που δε θα γνωρίσουμε ποτέ! Στη γη που πατάμε και στον ήλιο που λάμπει στη ζωή μας. Σ’ολα τα ανώνυμα άνθη της γης και σ’ολα τα πράγματα που μπορούμε να μοιραστούμε, σε δρόμους, πλατείες, σπίτια και ταράτσες. Σε μέρη που είχαμε εγκαταλείψει και θα ξαναβρούμε. Δεν είμαι αισιόδοξος για μένα. Είμαι αισιόδοξος όμως για μας! Μαζί με όλα τ’ άλλα, ας κάνουμε πράγματα γενναιόδωρα, ευγενικά! Έχει σημασία. ένα άρθρο για τους A Winged Victory for the Sullen

 

Εύχομαι διαύγεια, χαρά, υγεία, όρεξη για ζωή!

Εύχομαι και παίρνει φωτιά κάτι μέσα μου απέναντι σ’όλη αυτήν την βλακεία που παρατείνει την δυστυχία!
To video γιατην νέα χρονιά για το επίφοβο 2012 από το Rap News
Έχει έμπνευση, χιούμορ και πνοή. Έχει σκέψη και αυτοσαρκασμό. Έχει από αυτά που μας λείπουν. Αναφέρει και την Ελλάδα βεβαίως…

Έχουμε να μάθουμε πολλά τον χρόνο που έρχεται. Δεν περιμένω πραγματικά καλύτερες μέρες πριν τα τέλη του 2013 να πω την αλήθεια αλλά η δουλειά γίνεται τώρα. Αποφεύγω να μιλήσω αποσπασματικά για επικαιρότητα αλλά ο θυμός και η λύπη δεν μου φτάνουν, δεν πιστεύω σε αυτά. Έμπνευση δεν θα έρθει από όσους κατηγορούν.
Όσα λέγονται για το 2012 πατάνε σε μιαν επιθυμία της ανεπτυγμένης ΕυρωΑμερικής να ελευθερωθεί από αυτήν την αυτοκαταστροφή, από τον ίδιο της τον εαυτό. Το κάλεσμα του θανάτου είναι ταυτόχρονα κάλεσμα για την αλλαγή.

Υπάρχει μια χαρά που είναι έξω από κάθε συγκυρία. Αυτήν την χαρά την θυμίζει π.χ. ο ήλιος κάθε πρωί ή τα παιδιά με τα παιχνίδια και τις φωνές τους. Η χαρά που έχετε όταν βοηθάτε κάποιον άγνωστο, έστω με ένα χαμόγελο. Αυτά και άλλα που τα κάναμε κλισέ. Αυτά εύχομαι να ξαναβρούμε. Αυτήν την χαρά εύχομαι και για τις άλλες που χαθήκαν δε με αφορά.

[Το βίντεο είναι απόσπασμα από το “Sky And Ground” του Takahiko Iimura]

Αγαπητή Α. εύχομαι να είσαι χαρούμενη χωρίς ιδιαίτερη αιτία.
Τις τελευταίες μέρες έχω στον νου όσα είπες. Αυτό όχι λόγω της αδυναμίας που σου έχω. Οι ερωτήσεις σου είναι και δικές μου.
Αυτήν την περίοδο δουλεύω μέχρι να φανεί το πρώτο φως και μόλις ξυπνήσω τρέχω να ξαναρχίσω. Δεν υπάρχει εξήγηση, δεν ξέρω τι είναι Τέχνη, τι είναι Καλλιτέχνης και γιατί τα κάνουμε αυτά όλα. Μόνον ξέρω πως η σωστή απάντηση δεν μπορεί να αποκλείει κανέναν. Στην πράξη αυτό που λέω είναι παράδοξο και προφανές μαζί. Είμαι ερωτευμένος και δεν ξέρω τι πάει να πει έρωτας.

Γιατί γίνονται όλα αυτά; Και τι σημαίνουν; Προσπαθώ να σου απαντήσω χωρίς ευφυία. Η απάντηση μου θα κρατήσει το ερώτημα όρθιο. Δεν θα το αφανίσει. Δεν μπορεί. Η απάντηση μου απλώς θα του δώσει ζωή. Το ξέρω και το επιθυμώ. Το ερώτημα είναι αυτό που κάνει τον κόσμο μπορετό, ευρύχωρο, ικανό για την αγάπη, για το θαύμα, για την σοφία. Το ερώτημα συγκροτεί την συνάντηση, το συζήτημα, αυτό που ονομάζουμε αλήθεια. Το ερώτημα προάγει τον έρωτα, επιτρέπει την ζωή, συνιστά τον κόσμο ενώ τον κατασπαράζει. Το ερώτημα είναι που φωτίζει απλώνοντας το σκοτάδι του παντού, καταδιώκοντας τον άνθρωπο χωρίς έλεος για να του δώσει αυτό που ζητά χωρίς να τον τελειώσει.

[…]

Είναι μεγάλη η διαδρομή που κάνει ο νους όταν μιλά γι’ αυτά. Είναι μεγάλη γιατί προσπαθεί να μην αδικήσει, να μη μικρύνει τα πράγματα για να τα χωρέσει κι έτσι όταν μιλά για κίνηση να μιλα για ακινησία, όταν μιλά για σιωπή να μιλά για λόγο, οταν μιλά για την ανθρωπότητα να μιλά για κάποιον ένα ή για τον πλέον συγκεκριμένο εμένα, εμένα που σου γράφω στην πόλη του Ναυπλίου και κάνει κρύο στο σπιτι ενώ φίλοι κοιμούνται και τα σύννεφα απλώνουν πάνω από τις οικοδομές στην θάλασσα. Επάλληλα, τεράστια, σε κίνoύμενη ακινησία.

[…]

Α. που βρισκόμαστε; Τι κινείται όταν κινούμαστε; Καποια πράγματα μέσα μας μένουν ασάλευτα. Και κάποια άλλα πορεύονται σε άλλους χώρους που μοιραζόμαστε με τον νου. Υπάρχουν τόποι που δεν ξέρουμε αν βρίσκονται μπροστά ή πίσω μας, αν τους περιέχουμε ή αν μας περιέχουν. Σ’αυτούς τους τόπους ξεδιπλώνονται οι επιθυμίες οι σκέψεις και οι αισθήσεις, εμφανίζονται οι έννοιες και οι Ιστορίες σαν καθαροί όγκοι. Όλα, αν τα δεις από απόσταση, μοιάζουν με συχνότητες και ρυθμούς, με γραμμές και επίπεδα. Τι είναι, όμως, αυτό που τα κινεί είναι άγνωστο. Τι είναι αυτό που μας κινεί δεν γνωρίζουμε. Ποια είναι η ερώτηση-πηγή όλων των ερωτήσεων και ποια είναι η επιθυμία-πηγή όλων των επιθυμιών; Δεν ξέρουμε. Κι αυτή η επίγνωση, εκτός των άλλων, μπορεί να είναι γεμάτη ενθουσιασμό. Ο Έρωτας και η Ερώτηση έχουν κοινή ρίζα.

[…]

[Το κείμενο είναι απόσπασμα μιας επιστολής. Υπάρχει μια σειρά επιστολές, που κάποια στιγμή θα δημοσιεύσω, στις οποίες παρουσιάζω τον τρόπο που βλέπω μια σειρά θεμάτων.]

videopoem: Sky And Ground by Takahiko Iimura,
1994, DVD, color, sound, 30 min.
Sky and ground which was cut off momentarily
A camera wanders seeking its own shadow
The images explore the limit
of solitude in New York
A mythological verbal space in which
snakes and birds are intermingled
A unique world where these images
and words meet. (Takahiko Iimura)

o Takahiko Iimura στην wikipedia
ένα κάπως πιο διαφωτιστικό άρθρο εδώ

Ίσως δεν ξέρετε πως ήδη ξέρετε τον Winsor MacCay και τον Little Nemo. Η επιροή του, σήμερα ακόμη, είναι τεράστια. Στα κόμιξ αποτελεί μια απόλυτη αναφορά που συγκρίνεται ίσως μόνον με τον Hergé τον δημιουργό του Tin tin. Αποτελεί υπόδειγμα καθαρής και τολμηρής γραφής τόσο στις εικόνες όσο και στις ιστορίες του. Τον οδηγεί η διαδικασία του σχεδίου όπως ένα μεγάλο αριθμό λογοτεχνών η “γραφή”. Ενώ αυτό στην λογοτεχνία συχνά δίνει “δύσκολα” έργα, περιθωριακά, στην περίπτωση του MacCay το αποτέλεσμα καταφέρνει να έχει κάτι γλυκό κι ανάλαφρο, ενώ υπάρχει η αγωνία του παιδικού κόσμου, ο ενθουσιασμός και ο τρόμος, το αποτέλεσμα παραμένει προσβάσιμο και σχεδόν λαϊκό, αμερικανικό θα τολμούσα να πω. Μπορείτε να δείτε μερικά παραδείγματα εδώ ή να χαθείτε στο άπειρο υλικό του διαδικτύου εδώ

Το φιλμ “Little Nemo” είναι επίσης πολύ σημαντικό για την ιστορία του κινούμενου σχεδίου. Είναι απόγονος του Émile Cohl (έχουμε ήδη μιλήσει για την “Fantasmagorie”) Και πρόγονος του Walt Disney που, ελπίζω, θα παρουσιάσω αργότερα. Η μίξη του πραγματικού με το άψυχο που κινείται με τρόπο εύλογο, μαγικό είναι απαραίτητη στα κινούμενα σχέδια. Το έχουμε ξαναπεί πως το βασικό θέμα του “κινούμενου σχεδίου” είναι ακριβώς πως δίνει ζωή, πως άψυχα πράγματα, κατασκευασμένα, μιλούν κινούνται και ενίοτε λένε πράγματα σημαντικά. Το κινούμενο σχέδιο το κινεί ένας παιδικός ενθουσιασμός, έχει την ανάμνηση του παιχνιδιού με τις κούκλες και με τα στρατιωτάκια. Είναι ένα σχόλιο στο “πραγματικό”, στην “ζωή” και συγγενεύει βαθιά με το θέατρο. Και τα δύο (και το θέατρο και το κινούμενο σχέδιο) λένε ξεκάθαρα πως είναι “απάτη”, σύμβαση, ψέμα κι έτσι ανοίγουν την πόρτα του ονειρικού/εφιαλτικού, του θαυμαστού και ελευθερώνουν από την “πραγματικότητα” για να μιλήσουν καθαρά. Στο τέλος επιτρέπουν να ξαναβάλουμε τα πράγματα σε σειρά. Να κερδίσουμε λίγο χώρο να δούμε τον εαυτό μας ακόμα κι αν αυτό έχει σα σκοπό να δούμε ότι δεν βλέπουμε καθαρά.

Το Little Nemo είναι δροσερό. Αποτελεί ένα παιχνίδι. Μια νέα “Φαντασμαγορία”. Έχει ακόμα την γέυση του ενθουσιασμού της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης ενώ ταυτόχρονα μετέχει του τρόμου που φέρνει ο νέος αιώνας. Η χρονιά είναι το 1911. Έρχεται η μεγάλη ανθρωπιστική διάψευση. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Ο Δεύτερος απλώς τον ολοκληρώνει αλλά αυτός αποτελεί το πραγματικό γεγονός. Οι βλακείες που έλεγαν οι εξελιγμένοι άγριοι του αναπτυγμένου κόσμου θα σκάσουν στα μούτρα τους. Τα σχέδια του MacCay μιλούν γι’ αυτά. Ο παλιάτσος και ο”άγριος” είναι οι φίλοι του μικρού Ήρωα που αν και απολαμβάνει τους καρπούς αυτού του άδικου κόσμου δεν έχει ακριβώς ευθύνη. Αυτοί θα σηκώσουν στο τέλος τον πεσμένο κύριο με το ημίψηλο(!) όταν η “μηχανή”, το αυτοκίνητο, τιναχτεί. Το αυτο-κίνητο. Το μνημείο της αυτάρκειας, του καταναλωτικού μύθου που πατά στην λήθη της φιλοσοφίας, του μέτρου, που επιδιώκει την ύπνωση της ανθρώπινης αγωνίας για να μπορεί να αναπτύσσεται ανεμπόδιστα. Το στόμα που φιλοξενεί το ζεύγος είναι το Τέρας της Ιστορίας που τους πηγαίνει και τους ταξιδεύει. Το χαμόγελο δεν σβήνει, τα λουλούδια δεν μαραίνονται αλλά… η καρέκλα τους είναι μέσα στο στόμα του Τερατώδους. Ο μικρός Νέμο είναι αξιολάτρευτος. Στα κόμικ κι εδώ, κυριευμένος από την περιέργεια και την διάθεση για παιχνίδι ζει κάτω από την σκιά μιας ανησυχίας βαθιάς, αληθινής, ανθρώπινης. Αυτή η ανησυχία είναι από την μία Ιστορική κι από την άλλη Υπαρξιακή. Ο MacCay έχει φτιάξει έναν ήρωα σπαραχτικό και διασκεδαστικό συνάμα. Ένα αριστούργημα. Κάτι βαθιά αληθινό και ευφάνταστο. Ναι. Νέμο!

Winsor McCay στην wikipedia
Little Nemo στην wikipedia

Άλλες σχετικές με τις απαρχές του “κινουμένου σχεδίου” αναρτήσεις:
Το πρώτο κινούμενο σχέδιο στην ιστορία από τον Émile Cohl που έχουμε ήδη δει.
Τα “θαύματα” του Bruce Bickford
και το ψηφιακό MetaData του Peter Foldes

 

Μέσα στο σκοτάδι βρίσκεται ήσυχο ένα πράγμα μάλλον ακαθόριστο. Κάποια στιγμή αρχίζει να κινείται και η κίνηση του έχει κάτι ανθρωπόμορφο, μοιάζει με έναν άνθρωπο μάλλον βαρύ, καθισμένο σε μια καρέκλα. Η κίνηση του μοιάζει να εκφράζει μιαν αγωνία, κάτι σαν κρίση άγχους που όλο επιδεινώνεται. Κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε πως το “άγχος” του το προκαλεί η παρουσία μας!  Όσο πιο μεγαλόσωμος τόσο πιο τρομακτικός είναι ο επισκέπτης!  Όσο περισσότερο πλησιάζουμε τόσο τα συμπτώματα γίνονται ανυπόφορα.

Ο Carlos Copa έφτιαξε αυτό το Ρομπότ από πράγματα που βρήκε. Συσκευές ηλεκτρονικά εξαρτήματα, ξύλα και σίδερα, πεταμένα. Είναι ένα ρομπότ που δεν κάνει εργασίες, δεν απεικονίζει την παραγωγική θετική πλευρά του “ανθρώπινου” αλλά μιαν άλλη σκοτεινή και δυσλειτουργική. Η ίδια η ετοιμολογία της λέξης “Ρομπότ” αναφέρεται στην εργασία. Αυτό όμως είναι ένα ρομπότ που μόλις το πλησιάζεις αγχώνεται, αγωνιά και σιγά σιγά, όλο και περισσότερο σφαδάζει από πόνο και κλαίει και πετά σπίθες… Είναι σαν να το πληγώνει σωματικά η παρουσία των άλλων.

Το βίντεο δυστυχώς είναι μεγάλο και λίγο πιο φορτισμένο απ’ όσα θα θέλαμε αλλά το έργο είναι δυνατό, ανήκει, δε, στην χορεία των έργων που σε φέρνουν σε δύσκολη θέση, που ενοχλούν αλλά δεν το κάνουν για να προκαλέσουν αλλά από μιαν ανάγκη που γεννιέται “φυσικά”.
Έχουμε να κάνουμε μ’ένα έργο που δε θέλει να το βλέπουν και νομίζω πως αυτό είναι ένα ενδιαφέρον σχόλιο για την τέχνη που δεν  εξαντλείται στο θέαμα (κι όχι μόνον για την τέχνη…).
Ένα έργο που δείχνει πως όσα πετάξαμε έχουν μια ζωή που τώρα κάπου μας λείπει,
που μιλά για την μηχανοποίηση της κοινωνίας και του ανθρώπου και μάλιστα με έναν τρόπο που σε χτυπά στο στομάχι,
που δίνει στην παρουσία, στην φυσική μας παρουσία, μια πυκνότητα και μια “πραγματικότητα” αφόρητη κι αποκαλυπτική.

Άλλα σχετικά κείμενα:

Για τις μηχανές και την τέχνη:
Για την Μηχανή #1/ Felix’s Machines (!_!)

Για τα Ρομποτ:
Η Καρέκλα Ρομποτ!/ The technological Singularity/ ROBOTS #1
I AM ROBOT/ από τον “Ken Tanaka” allias David Ury/ ROBOTS #2

Για τα σκουπίδια την Τέχνη και τις μηχανές:
Καθρέφτης (#1) από Σκουπίδια!

Ξύπνησα μέσα στην νύχτα. Αυτην την φορά δεν ακουγόταν τίποτα. Βγήκα στο μπαλκόνι μου και είδα την Σελήνη μισή στην κορυφή του Αττικού ουρανού. Tου Αυγούστου. Έμοιαζε κάποιος να με σκεφτόταν. Θέλησα να υπήρχα μακριά από κάθε εικόνα.

Άφησα ανοικτή την μπαλκονόπορτα. Ένας άνεμος απαλός περνά μέσα από το σπίτι. Είμαι ήσυχος μέσα σε έναν κυκλώνα ανυπομονησίας. Μετέωρος σε ένα σκοτάδι που δεν φοβίζει. Σιωπηλός μπροστά σε μια θάλασσα από επιθυμίες. Πόσο μακριά θα προλάβω να δω;

Σ’ αυτήν την σιωπή όλα έχουν το ίδιο μέγεθος. Τα μεγάλα και τα μικρά. Ο τρόμος και ένα μολύβι, ένα ξερό λουλούδι και το ταβάνι που κρατά το δωμάτιο στην θέση του. Το μέλλον και η καρδιά που πάει να σπάσει σε αργή κίνηση.
Σ’ αυτήν την σιωπή ξημερώνει.

Numbercult

Wikipedia VVVV

VVVV

Delaunay

O Ken Tanaka είναι μια διαδικτυακή περσόνα που δημιούργησε κάποιος ονόματι David Ury. Υποτίθεται πως ο “KEN” ενώ είχε αμερικάνους γονείς μεγάλωσε και έζησε υιοθετημένος από Ιάπωνες. Έχει κορμί Ευρωπαίου/Αμερικάνου και ψυχή Ιάπωνα. Κάποια στιγμή άρχισε να απευθύνεται στο κομμάτι που του έλειπε (!) μέσω Youtube… Ο πραγματικός David Ury είναι Ηθοποιός/stand-up comedian και ειδικός στην Μεταγλώττιση Ιαπωνικών Ταινιών, είναι γνώστης, δηλαδή, της γλώσσας και όλης της (Ποπ) Ιαπωνικής κουλτούρας. Το αποτέλεσμα το βλέπετε, έχει χιούμορ και περιεχόμενο, ευαισθησία και δύναμη, αφέλεια και σοφία, αφοπλιστική απλότητα και (καταλάθος;) βάθος…

Ίσως βέβαια, και ευτυχώς, να μη φαίνεται πόσο μακριά μπορεί να πάει αυτό το δροσερό βίντεο.

Διότι πάει καιρός, κανείς δεν θυμάται πότε και πως ξυπνήσαμε μέσα σε μια μηχανή. Δεν είχαμε καταλάβει με σαφήνεια τι σήμαινε ούτε καν πως θέλαμε να είμαστε μηχανήματα. Εμείς και όλα γύρω μας. Το Σύμπαν. Το σώμα και οτιδήποτε ζωντανό, η οικονομία, το μυαλό και αυτοί που αγαπάμε. Μηχανήματα.
Read the rest of this entry »