*Η μετάφραση του ποιήματος είναι του ιστολόγου. Αυτή η ανάρτηση έγινε αρχικά τον Ιούλιο του 2011 χωρίς πολλά σχόλια με έμφαση στο ποίημα και το καθρέφτισμα του Ουίτμαν με έναν άλλο “δικό μας” εθνικό ποιητή τον Διονύσιο. Κάπου στο 2014 θέλησα να την ξαναγράψω και τελικά δεν τα κατάφερα με αποτέλεσμα να την αποσύρω. Σήμερα πρώτη μέρα του 2019, ξύπνησα κάπου γύρω στις 6:00 το πρωί με το πρώτο φως και θέλησα να την ξαναπιάσω. Η πρώτη εκδοχή, λιγότερο επεξηγηματική, ίσως ήταν καλύτερη… 

Supermarket in California

Σε σκέφτομαι απόψε Walt Whitman!

Σε σκέφτομαι γιατί περπατώ στα δρομάκια κάτω από τα δέντρα, με πονοκέφαλο, με μάτια ορθάνοιχτα, κοιτώντας την πανσέληνο.

Χωμένος στην πεινασμένη κούραση μου, μπήκα στο φωτισμένο με νέον σουπερμάρκετ φρούτων για να ψωνίσω εικόνες,

αναπολώντας τους μακροσκελείς καταλόγους των ποιημάτων σου!

Ροδάκινα! Και μισοσκόταδα! Ολόκληρες οικογένειες να ψωνίζουν μές στην νύχτα!

Ουρές γεμάτες συζύγους! Οι Γυναίκες στα αβοκάντο! Τα μωρά στις ντομάτες!

[και συ Γκαρθία Λόρκα τι γυρεύεις εκεί κάτω στα καρπούζια; ]

Σε είδα Walt Whitman, χωρίς παιδιά, μόνο, γεροκλέφτη να σκουντάς ανάμεσα στα κατεψυγμένα κρέατα, να κρυφοκοιτάς τα αγόρια του μανάβικου.

Σε άκουσα να τα ρωτάς ένα-ένα:

Ποιός σκότωσε τα χοιρινά παϊδάκια;

Μπανάνες… Πόσο;

Είσαι ο άγγελος μου;

Περιπλανιόμουν μέσα-έξω στις γυαλιστερές στοίβες από κονσέρβες ακολουθώντας σε, ακολουθούμενος μέσα στο μυαλό μου, από τον σεκιουριτά του καταστήματος.

Δρασκελίσαμε παρέα, κατηφορίζοντας τους διάπλατους διαδρόμους, με τα κεφάλια μας αγκινάρες μοναχικές, σε γεύσεις ευφάνταστες, αποκτώντας κάθε κατεψυγμένη νοστιμιά χωρίς να περάσουμε ποτέ από το ταμείο.

Που πηγαίνουμε Walt Whitman;
Οι πόρτες κλείνουν σε μια ώρα.

Ποιο δρόμο δείχνει απόψε η γενειάδα σου;
(Χαϊδεύω το βιβλίο σου, ονειρεύομαι την οδύσσεια μας στο σουπερμάρκετ κι αισθάνομαι παράλογος)

Θα περπατήσουμε έτσι όλη νύχτα;

Σε δρόμους μοναχικούς;

Τα δέντρα προσθέτουν στις σκιές σκιές, τα φώτα  στα σπίτια σβήνουν, θα μείνουμε μονάχοι!

Θα συνεχίσουμε να παραπλανιόμαστε αναζητώντας την χαμένη Αμερική της Αγάπης;

Προσπερνώντας μπλε αμάξια στις λεωφόρους, μέχρι να φτάσουμε σπίτι, στη σιωπηλή μας καλύβα;

Αχ, αγαπημένε πατέρα, γκριζότριχε, μοναχικέ γερο-δάσκαλε του κουράγιου, ποιάν Αμερική είχες στον νου όταν ο Χάροντας άφησε το κουπί

και κατέβηκες στην καπνισμένη ακτή

και έμεινες να βλέπεις την βάρκα

να απομακρύνεται

να χάνεται στα μαύρα νερά της Λήθης;

Allen Ginsberg 1956

Κάποτε ένας ποιητής, γιος ποιητή, με Εβραϊκές ρίζες, με μητέρα κομουνίστρια (εποχή Μακάρθι) σταλινική (ρομαντικού τύπου) και ψυχοπαθή, ένας ποιητής φτωχός, ομοφυλόφιλος και κομουνιστής (και μετά Βουδιστής), ξεκίνησε να ζήσει την ζωή του με τους φίλους του σε μια χώρα που λεγόταν Αμερική. Θέλαν να αλλάξουν την ποίηση, την ζωή, την χώρα τους και τον κόσμο. Λένε πως το κατάφεραν. Δεν ξέρω αν έχει σημασία. Ο Ποιητής εκείνος λεγόταν Allen (Ginsberg).

O jack (Kerouak) ένας από τους φίλους της παρέας λένε πως αυτοκτόνησε πίνοντας ουίσκι όταν κατάλαβε τι αλλαγή επέφεραν στον κόσμο οι προσπάθειες τους. Ήταν οι Χίππιδες τότε που πήραν το όνειρο τους και το έκαναν… 60’s. Όλο αυτό ήταν για εκείνον μια μεγάλη απογοήτευση.

Όμως η ορμή εκείνη, ο πόθος να μιλήσεις κι ο λόγος σου να αγκαλιάζει όλον τον άνθρωπο (και το πολιτικό κι αυτό, σαν κάτι ανθρώπινο) λειτουργεί ακόμα και αλλάζει ακόμα ανθρώπους, θυμίζει πράγματα.

Δεν είναι πάντα αυτή η ποίηση που προτιμώ να διαβάσω

αλλά με συγκινεί κάθε φορά

και την αναζητώ τακτικά

και την βρίσκω διπλά επίκαιρη τις μέρες αυτές.

Ο Walt Whitman είναι πατέρας της αμερικάνικης ποίησης και κήρυκας ενός μάλλον διαφορετικού “Αμερικάνικου Ονείρου”. Είναι χαρακτηριστικό το πως και πόσο μιλά ο Allen Ginsberg για την Αμερική  (αυτοχαρακτηριζόμενος απόγονος του Walt Whitman). Μπορείτε να ακούσετε και να διαβάσετε το ιστορικό (και σπαραχτικά ανόητο) ποίημα “America” μαζί με κάποια σχόλια. Είναι τόσο οικεία αυτή η φωνή και τόσο τρυφερή, μιλά για έναν τόπο που τα παιχνίδια των ισχυρών τον στέρησαν από τους ανθρώπους που του έδωσαν το πρόσωπο του, την κοινή ψυχή του, το τραγούδι του. Από εκείνη την στιγμή μόνο στο περιθώριο και στην ήττα θα έβρισκε κανείς την πιο αληθινή φωνή της Αμερικής, στα γκέτο και στην υποκουλτούρα, στους παραπεταμένους ποιητές και τους ημίτρελους που δε μπορούν να αποδεχτούν τον θεσμοθετημένο παραλογισμό, την νομιμοποιημένη διαφθορά που υπηρετεί την ισχύ και την απληστία. Εξόριστοι στην Αμερική, οι προφήτες που την αγάπησαν και την αναζητούν. Που την κρατάν με την δύναμη του νου τους μπροστά στα μάτια τους ακόμα κι όταν κανείς δεν την θυμάται. Την Αμερική. Την χώρα δηλαδή που ολοκλήρωσε τις αντιφάσεις του ευρωκεντρικού οράματος και μέσα εκεί πάλεψε να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα και την ορμή της “προόδου”, του νέου κόσμου, του κόσμου που γέννησε μια κρίση ανάλογη ίσως και μεγαλύτερη από την δική μας. Κάποιοι λοιπόν την κρατάν μπροστά τους την ελπίδα που ονομάστηκε “Αμερική”. Με σφιχτά τα δόντια, αμείλικτα μετέωροι, στο σκοτάδι και στην εκμηδένιση, εκεί που πάμε όλοι ανυποψίαστοι. Στα μανάβικα και στην νύχτα που έρχεται. Με απόλυτη διαύγεια. Χωρίς να ξεχνούν πως όλα τελειώνουν, πως η νύχτα μοιάζει να μην έχει τελειωμό, πως το τίποτα τους περιμένει στο κάτω κάτω της γραφής.

Μια αναλογία μοιάζει έντιμη όμως: πώς θα μιλούσαμε εμείς στον Διονύσιο Σολωμό; Πως θα μιλήσουμε για την κοινή μας φωνή; Πόσο δύσκολο είναι να μιλήσουμε για την Ελλάδα; Για την ευθύνη και την τιμή να αναφερόμαστε σε τόσους και τέτοιους επώνυμους κι ανώνυμους νεκρούς. (Αγαπητέ Νίκο, αγαπητέ κυρ-Γιάννη, αγαπητέ κυρ-Ανδρέα, Αγαπητέ κυρ-Νίκο) Πόσο η λέξη Ελλάδα και η έννοια της μοιάζει κουρασμένη ύποπτη ή ακόμα κενή… Και πόσο η εγκατάλειψη αυτής της κοινής αναφοράς απέναντι σε προβλήματα που μόνο συλλογικά ή κοινωνικά απαντιούνται είναι ηθικά και πολιτικά προβληματική. Και πόσο, αυτή η εγκατάλειψη, κάνει όσους την υπερασπίζονται την κοινή αναφορά γιατί την έχουν ανάγκη όλο και πιο απελπισμένους και αυτοκαταστροφικούς. Και πόσο λάθος είναι αυτή η ευδιάκριτη απελπισία και ο θυμός, αυτή η πολιτική του θανάτου να θεωρείται δικαίωση της εγκατάλειψης αυτής της συζήτησης. Ενώ μπορεί να είναι απόδειξη της αποτυχίας μας να μιλήσουμε για κάτι που είναι δύσκολο, μπερδεμένο, σχεδόν τρομακτικό αλλά ουσιαστικό.
Διαβάζουμε την θλίψη του Γκίνσμπεργκ καθώς περιδιαβαίνει την Αμερική του που χάνεται στο καθημερινό τίποτα της. Η νοσταλγία και η τρυφερότητα κατακλύζει τα πάντα. Από που έρχεται αυτή η αίσθηση ήττας; Είναι γιατί υπάρχει φτώχεια και αδικία; Μα αυτή υπήρχε πάντα, όχι; Είναι κάτι ειδικό, προσωπικό, τοπικό, αμερικάνικο; Μάλλον όχι. Η νεοτερικότητα, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός μοιάζει εξαντλημένος και όσο περνάει ο καιρός αυτό εκδηλώνεται όλο και πιο δομικά, πολιτικά, οικονομικά, γεωπολιτικά κ.ο.κ. Είναι διάχυτη η αίσθηση πως οι κοινωνίες δεν έχουν δημιουργική ορμή και δεν παράγουν λύσεις. Έτσι μοιάζει η ομολογία της απώλειας, χωρίς γκρίνια και διάθεση κατηγορίας, να είναι μονόδρομος για όσους διψούν ειλικρινή ελπίδα και τίμια δύναμη. Και δεν αναφέρομαι σε κάποιον τοξικό πραγματισμό, σε μια κυνική ρητορική της ισχύος και της επιβίωσης αλλά στην ανάγκη αναβίωσης μιας συλλογικής επιθυμίας. Πόσο αδικούμε τους εαυτούς μας και πόσους άλλους φανερούς και άφαντους ακόμα με τον δήθεν πραγματισμό μας; Πόσες ζωές ξοδεύτηκαν με τις αντίθετες σκέψεις και επιθυμίες για να είμαστε εμείς σήμερα σε αυτό το σταυροδρόμι; Και πόσο γελοίο είναι να μιλάμε εκ μέρους τους χωρίς να τις ακούμε; (Έχει περάσει και ο Άλεν απέναντι πλέον) Και πόσο αυτός ο απαραίτητος αγώνας για διαύγεια και δικαιοσύνη έχει πάντα κάτι μάταιο;

Ο Χέλντερλιν, ο Νίτσε, ο Γκαίτε, ο Χέγκελ διαρκώς παλεύουν με την τοπική τους πραγματικότητα, με την κοινή μοίρα και την “Γερμανικότητα”. Όπως φαίνεται και σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας, το έργο τους δεν υπάρχει έξω από αυτή την διερώτηση. Παράλληλα μοιάζει σε αυτό το ίδιο ερώτημα να καταστρέφεται, να βρίσκει ένα όριο, ένα άλυτο ερώτημα που μόνο με βίαιες ακροβασίες κλείνει. Η Έλλη Σκοπετέα στον επίλογο του σπουδαίου βιβλίου της για τα πρώτα πενήντα χρόνια του ελληνικού κράτους (Το Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα, Πολύτυπο 1988)  λέει κάτι καίριο: “Δεν έχει εκπνεύσει ακόμη η εποχή του Εθνικισμού και οι υποθέσεις για το ποια θα ήταν η λογικά προβλέψιμη ή ιστορικά δυνατή διάδοχη εποχή αναφέρονται σε ένα μέλλον που [..] τείνει μάλλον να απομακρύνεται.” Για να συνεχίσει: “Η Βασική αναστολή του σημερινού ερευνητή του εθνικισμού παραμένει το ότι δεν έχει άλλο όργανο έκφρασης από την γλώσσα του εθνικισμού.” Ακόμα και η κριτική μας παραμένει τραγικά στατική και το πρόβλημα άλυτο, δεν έχουμε ακόμα έτοιμη μιαν άλλη πρόταση, ούτε έχουμε επεξεργαστεί επαρκώς την παλαιά.
Κι αυτό το βλέπουμε παντού. Υπάρχει μια καθημερινή, βιωμένη και δυναμική ετερότητα Ελληνική, όταν ταξιδεύει κανείς εκτός Ελλάδος αισθάνεται ξένος. Αλλά το τι σημαίνει “Έλληνας” είναι διαφορετικό και αλλάζει π.χ. για κάθε γενιά και μάλλον για κάθε έναν χωριστά. Αυτή η ετερότητα (ή αλλιώς διαφορά) εκτός από το εκρηκτικό παρόν σέρνει και σέρνεται από υλικά αιώνων. Ετερότητα που δεν καταφέρνουμε να αγκαλιάσουμε και αναδύεται διαρκώς απωθημένη. Ετερότητα που πρέπει να επανεξετάσουμε με τους δικούς της όρους όσο μπορούμε και όχι με προκατάληψη. Αλλιώς δεν θα υπάρξει ένα “εμείς” να αντιδράσει στις απαιτήσεις της Ιστορίας. Αλλιώς αυτό το εμείς θα το φτιάχνουν μόνοι τους οι ισχυροί και οι άπληστοι. Το να εθελοτυφλεί κανείς ή να αποφεύγει να μιλήσει για τoν τόπο την γλώσσα τον χρόνο που τον βαραίνει και τον περιγράφει είναι μια εθελοτυφλία που έχει γίνει πάγια ασφαλή πρακτική για λόγους κατανοητούς μεν επιπόλαιους δε. Είναι παράδοξο, μας καλούνε τα πράγματα να διαπραγματευτούμε μιαν υπόθεση χωρίς να πιστεύουμε πως θα τη λύσουμε τελειωτικά. Χωρίς να χάνεται από μπροστά μας το όριο ή ακόμα η ματαιότητα αυτής της αναζήτησης.

Ποιά Αμερική Walter; Και ποιά Ελλάδα, Διονύσιε, έχεις πλέον στο νου σου; Ποιά Ελευθερία και ποιά γλώσσα; Ποιό Αληθινό και ποιό Εθνικό;
Όταν κοιτάς την Ιστορία κατάματα αισθάνεσαι ήδη νεκρός. Υπάρχει μια φράση που  ελέγχει και έτσι προστατεύει, ισορροπεί την ενασχόληση με τα θέματα αυτά. Την έγραφε κάπου ο Jack Kerouac (την γράφω όπως την θυμάμαι):

“… και κατάλαβα πως συνεχώς ζητούσα πράγματα που κανείς δεν θα νοσταλγούσε στον Παράδεισο!

Εδώ θα βρείτε ένα ποίημα του Walt Whitman που ανέβηκε παλαιότερα

βιογραφικό του Allen Ginsberg